- χλωράσβεστος
- και χλωριάσβεστος, η, Νχημ. άλας τού υποχλωριώδους οξέος, που χρησιμοποιείται ως μέσο αποστείρωσης και απολύμανσης.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. chlorure de chaux < chlorure (< χλωρός) + chaux «άσβεστος». Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στον Γ.Α. Κρίνο].
Dictionary of Greek. 2013.