χλωράσβεστος

χλωράσβεστος
και χλωριάσβεστος, η, Ν
χημ. άλας τού υποχλωριώδους οξέος, που χρησιμοποιείται ως μέσο αποστείρωσης και απολύμανσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. chlorure de chaux < chlorure (< χλωρός) + chaux «άσβεστος». Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στον Γ.Α. Κρίνο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • υποχλωριώδης — ες, Ν φρ. α) «υποχλωριώδες οξύ» χημ. ανόργανη χημική ένωση, στην οποία το χλώριο βρίσκεται με αριθμό οξείδωσης + 1, που είναι εξαιρετικά ασταθές μονοβασικό οξύ το οποίο απαντά μόνο με τη μορφή αραιών υδατικών διαλυμάτων, διασπώμενο προς… …   Dictionary of Greek

  • χλωρ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθετο χλωρός και εμφανίζει τις σημασίες τού επιθέτου χλωρός, δηλαδή τόσο τη σημασία τού ωχρού, τού πρασινωπού (πρβλ. χλωρό πτιλος, χλωρο φύλλη) όσο και τη σημασία τού …   Dictionary of Greek

  • χλωριάσβεστος — η, Ν βλ. χλωράσβεστος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”